Ἐπίγονος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίγονος — born besides masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίγονος — (3ος αι. π.Χ.). Χαλκοπλάστης. Σύμφωνα με τον Πλίνιο, είχε φιλοτεχνήσει πολλά αγάλματα μεταξύ των οποίων ενός σαλπιγκτή και το σύμπλεγμα μιας νεκρής μητέρας με ένα παιδάκι δίπλα της. Η υπογραφή ενός γλύπτη Ε. εμφανίζεται σε τρία βάθρα αγαλμάτων… … Dictionary of Greek
ἐπίγονον — ἐπίγονος born besides masc/fem acc sg ἐπίγονος born besides neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπιγόνοις — Ἐπίγονος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγόνοις — ἐπίγονος born besides masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπιγόνοισι — Ἐπίγονος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγόνοισι — ἐπίγονος born besides masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπιγόνου — Ἐπίγονος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγόνου — ἐπίγονος born besides masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)